διαστρέφω
Προφορά
Ετυμολογία
διαστρέφω αρχαία ελληνική διαστρέφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαστρέφω
✦ διαστρεβλώνω
✦ παραμορφώνω, αλλοιώνω
✦ διαφθείρω
✦ η μτχ. διαστρεμμένος κ. διεστραμμένος ως επίθ., μοχθηρός, κακός (βλ. λ. διεστραμμένος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–