διαστολικός


διαστολικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαστολικός αρχαία ελληνική διαστολικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαστολικός -ή, -ό

✦ ο της διαστολής |(ιατρ.) ο αναφερόμενος στη διαστολή της καρδιάς: διαστολική πίεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.