διαστολέας


διαστολέας
Προφορά

Ετυμολογία
διαστολέας διαστέλλω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διαστολέας

✦ χειρουργικό εργαλείο για τη διάνοιξη στομίου ή κοιλότητας του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.