διαστικός


διαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαστικός └αγγλ┘inter-city

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαστικός -ή, -ό

✦ για μεταφορ. μέσο που εκτελεί δρομολόγια μεταξύ αστικών περιοχών, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, που συνδέει πόλεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.