διασταυρώνω


διασταυρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
διασταυρώνω αρχαία ελληνική διασταυρόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα διασταυρώνω

✦ τοποθετώ σταυρωτά
✦ φέρνω σε μείξη δύο διαφορετικές ποικιλίες ή είδη φυτών, ή ζώων
✦ (μέσ.) διασταυρώνομαι, συναντιέμαι κατά γωνία ή με ερχόμενον από αντίθετη κατεύθυνση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.