διαστατός
Προφορά
Ετυμολογία
διαστατός μεταγενέστερη ελληνική διαστατός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διαστατός -ή, -ό
✦ που έχει διαστάσεις, που καταλαμβάνει έκταση ή όγκο στο χώρο
✦ που μπορεί να σταθεί χωριστά, μακριά από κάποιον: διαστατές έννοιες (όσες δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο πλάτος υπερκείμενης έννοιας, και δεν έχουν κοινό μεταξύ τους γνώρισμα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–