διασκεδάζω
Προφορά
Ετυμολογία
διασκεδάζω μεταγενέστερη ελληνική διασκεδάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διασκεδάζω
✦ διασκορπίζω, διαλύω: προσπάθησα να διασκεδάσω τις ανησυχίες σου
✦ ψυχαγωγώ
✦ (αμτβ.) ψυχαγωγούμαι, γλεντώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–