διασαλευτής


διασαλευτής
Προφορά

Ετυμολογία
διασαλευτής διασαλεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διασαλευτής

✦ ο ταραξίας: θα παταχθούν οι διασαλευτές της τάξεως, δήλωσε ο υπουργός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.