διαρχία
Προφορά
Ετυμολογία
διαρχία δις + άρχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διαρχία
✦ εξουσία που ασκείται από δύο άνδρες
✦ φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι δύο αρχές, η ύλη και το πνεύμα, διέπουν τον κόσμο
Συνώνυμα
δυϊσμός
Αντίθετα
ενισμός, μονισμός
Επιρρήματα
–