διαρρηκτός


διαρρηκτός
Προφορά

Ετυμολογία
διαρρηκτός διαρρήγνυμι

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαρρηκτός -ή, -ό

✦ που μπορεί να διαρρηχθεί, να ακυρωθεί: (νομ.) διαρρηκτή σύμβαση

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδιάρρηκτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.