διαρρηκτικός
Προφορά
Ετυμολογία
διαρρηκτικός διαρρήκτης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διαρρηκτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη διάρρηξη, στην παραβίαση κλειστού χώρου με σκοπό την κλοπή
✦ αυτός που μπορεί να διαρραγεί: διαρρηκτικό βλήμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–