διαρρηγνύω


διαρρηγνύω
Προφορά

Ετυμολογία
διαρρηγνύω αρχαία ελληνική διαρρήγνυμι

Ερμηνεία
ρήμα διαρρηγνύω

✦ σπάζω, δημιουργώ ρήγμα
✦ σκίζω: φρ. διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, διαμαρτύρεται έντονα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.