διαρμίζω
Προφορά
Ετυμολογία
διαρμίζω κατά Γ. Χατζιδάκι από τα αρχαία ελληνικά διαρμόζω• κατά Μ. Φιλήντα από τα αρχαία ελληνικά διαρρυθμίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαρμίζω
✦ τακτοποιώ, ευπρεπίζω
✦ σκουπίζω το δάπεδο: σηκώθηκε κι άρχισε να διαρμίζει τα δωμάτια (Στρ. Μυριβήλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–