διαπύλια


διαπύλια
Προφορά

Ετυμολογία
διαπύλια αρχαία ελληνική λ. διαπύλιος

Ερμηνεία
διαπύλια

✦ φόρος υπέρ δήμου ή κοινότητας επί των εισερχομένων και εξερχομένων οχημάτων, εμπορευμάτων και υποζυγίων, ο οποίος ίσχυε παλιότερα στην Ελλάδα (1847-1949) και σ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.