διαπροσωπικός


διαπροσωπικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαπροσωπικός διά + προσωπικός• απόδοση του └αγγλ┘όρου interpersonal

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαπροσωπικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στα διαδραματιζόμενα μεταξύ δύο προσώπων, ή ενός και άλλων: διαπροσωπικές σχέσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.