διαπραγματεύσιμος
Προφορά
Ετυμολογία
διαπραγματεύσιμος διαπραγματεύομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διαπραγματεύσιμος -η, -ο
✦ που επιδέχεται διαπραγμάτευση, που μπορεί να συζητηθεί: οι τουρκικοί όροι δεν κρίνονται διαπραγματεύσιμοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–