διαπραγματεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
διαπραγματεύομαι αρχαία ελληνική διαπραγματεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαπραγματεύομαι
✦ αναπτύσσω ένα θέμα προφορικά ή γραπτά
✦ βρίσκομαι σε συνεννοήσεις για ένα ζήτημα
✦ παζαρεύω: διαπραγματεύεται την αγορά μεγάλης αγροτικής εκτάσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–