διαπραγματευτικός


διαπραγματευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαπραγματευτικός διαπραγματεύομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαπραγματευτικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος ή ικανός για διαπραγμάτευση: οι αποκαλύψεις της αντιπολίτευσης υποβίβασαν τη διαπραγματευτική ικανότητα της κυβερνήσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.