διαποτίζω


διαποτίζω
Προφορά

Ετυμολογία
διαποτίζω διά + ποτίζω

Ερμηνεία
ρήμα διαποτίζω

✦ βρέχω κάτι, μουσκεύω
✦ (κ. μτφ.): η θερμή, αδελφική αγάπη που διαπότιζε τις μέρες εκείνες τον τόπο μας (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.