διαποτίζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply διαποτίζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/διαποτίζω.mp3Ετυμολογίαδιαποτίζω διά + ποτίζω Ερμηνεία└ρήμα┘ διαποτίζω ✦ βρέχω κάτι, μουσκεύω ✦ (κ. μτφ.): η θερμή, αδελφική αγάπη που διαπότιζε τις μέρες εκείνες τον τόπο μας (Γ. Θεοτοκάς) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–