διαπιστευμένος
Προφορά
Ετυμολογία
διαπιστευμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του διαπιστεύομαι
Ερμηνεία
διαπιστευμένος
✦ -η μτχ. ως ουσ. (Κ διαπεπιστευμένος, -η) αυτός που έχει διοριστεί διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένη χώρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–