διαπεραστικός
Προφορά
Ετυμολογία
διαπεραστικός αρχαία ελληνική ρ. διαπεράω -ῶ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διαπεραστικός -ή, -ό
✦ ο ικανός να διαπερνά
✦ δριμύς: κρύο διαπεραστικό
✦ δυσάρεστα οξύς: φωνή διαπεραστική
Συνώνυμα
διεισδυτικός ,τσουχτερός ,εκκωφαντικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–