διαπασών


διαπασών
Προφορά

Ετυμολογία
διαπασών αρχαία ελληνική ἡ διαπασῶν (η δια πασών των χορδών μουσική συμφωνία)

Ερμηνεία
διαπασών

✦ άκλ. ουσ. το μουσικό διάστημα μιας κλίμακας, η ογδόη
✦ ο οξύτατος φθόγγος οργάνου ή ανθρώπινης φωνής: φώναζε στη διαπασών – έχουν ανοίξει το ραδιόφωνο στη διαπασών
✦ μικρό όργανο με επικρουστική γλωσσίδα που χρησιμοποιούν οι μουσικοί για να έχουν κανονικούς φθόγγους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.