διαπίδυση
Προφορά
Ετυμολογία
διαπίδυση αρχαία ελληνική ρ. διαπιδύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διαπίδυση
✦ η εκροή υγρού από τους πόρους σώματος
✦ η αμοιβαία διείσδυση υγρών ή αερίων μέσα από το πορώδες διάφραγμα που τα χωρίζει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–