διαπέμπω
Προφορά
Ετυμολογία
διαπέμπω αρχαία ελληνική δια-πέμπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαπέμπω
✦ στέλνω, διαβιβάζω κάτι μέσω άλλου: ο πρωθυπουργός δια του υπουργού των εξωτερικών διέπεμψε τις ευχαριστίες του στους κοινοτικούς εταίρους
✦ στέλνω προς διάφορες διευθύνσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–