διαξιφισμός


διαξιφισμός
Προφορά

Ετυμολογία
διαξιφισμός αρχαία ελληνική ρ. διαξιφίζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διαξιφισμός

✦ ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφος
(μτφ. ) δηκτική στιχομυθία

Συνώνυμα
αψιμαχία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.