διανύω


διανύω
Προφορά

Ετυμολογία
διανύω αρχαία ελληνική διανύω

Ερμηνεία
ρήμα διανύω

✦ συμπληρώνω, καλύπτω (χρόνο, πορεία, απόσταση): διανύει το εικοστό έτος της ηλικίας του – διανύσαμε, πεζοί, είκοσι χιλιόμετρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.