διανυχτερεύω
Προφορά
Ετυμολογία
διανυχτερεύω αρχαία ελληνική διανυκτερεύω
Ερμηνεία
διανυχτερεύω
✦ κ. διανυχτερεύω ρ. περνώ τη νύχτα μου κάπου
✦ μένω άγρυπνος, ξενυχτώ
✦ (για ιδρύματα, καταστήματα κτλ.) λειτουργώ, μένω ανοιχτός όλη τη νύχτα: οι σταθμοί πρώτων βοηθειών διανυκτερεύουν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–