διανυκτέρευση


διανυκτέρευση
Προφορά

Ετυμολογία
διανυκτέρευση διανυκτερεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διανυκτέρευση

✦ παραμονή κάπου όλη τη νύχτα: διανυκτέρευση στο ύπαιθρο
✦ αγρύπνια, ξενύχτισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.