διανεμητικός


διανεμητικός
Προφορά

Ετυμολογία
διανεμητικός αρχαία ελληνική διανεμητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διανεμητικός -ή, -ό

✦ που μπορεί να διανέμει, να μοιράζει
✦ που φανερώνει διανομή: διανεμητικά αριθμητικά

Συνώνυμα
μεριστικός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.