διανδρία


διανδρία
Προφορά

Ετυμολογία
διανδρία δι- + ανήρ, ανδρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διανδρία

✦ τερατογονική διάπλαση κατά την οποία στο ίδιο άτομο υπάρχουν δύο άρρενα γεννητικά όργανα
✦ η άσκηση εξουσίας από δύο ισότιμους άρχοντες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.