διαμφισβητώ


διαμφισβητώ
Προφορά

Ετυμολογία
διαμφισβητώ αρχαία ελληνική διαμφισβητέω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα διαμφισβητώ -είς, -εί

✦ εκφράζω αμφιβολία για το κύρος ή τη βασιμότητα ισχυρισμού, γνώμης, καταστάσεως κτλ.
✦ διεκδικώ κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.