διαμπερής


διαμπερής
Προφορά

Ετυμολογία
διαμπερής αρχαία ελληνική επίρρημα διαμπερές

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαμπερής -ής, -ές

✦ που διαπερνά, που φτάνει από το ένα άκρο στο άλλο: τραύμα διαμπερές
✦ (για διαμέρισμα) που έχει άνοιγμα σε δύο αντίθετες όψεις της οικοδομής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διαμπερώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.