διαμονή
Προφορά
Ετυμολογία
διαμονή αρχαία ελληνική διαμονή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διαμονή
✦ διαβίωση σ’ έναν τόπο
✦ ο τόπος όπου διαμένει κανείς, κατοικία
✦ προσωρινή παραμονή κάπου και ο τόπος της προσωρινής κατοικίας: προσπαθούσανε να παρατείνουνε με κάθε τρόπο τη διαμονή τους στο νοσοκομείο για να μην ξαναγυρίσουνε στο μέτωπο (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
παραμονή, ενδιαίτηση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–