διαμετρώ


διαμετρώ
Προφορά

Ετυμολογία
διαμετρώ αρχαία ελληνική διαμετρῶ

Ερμηνεία
διαμετρώ

✦ -είς, -εί κ. -άς, -ά ρ. (διαμέτρ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) καταμετρώ, απαριθμώ: έκατσε και διαμέτρησε πόσες χιλιάδες είναι (δημ. τραγ.)
(μτφ. ) υπολογίζω, κρίνω, σκέφτομαι: τ’ ανθρώπου δόθηκε κι είναι το φυσικό του να διαμετρά τα πράγματα με το λογαριασμό του (Β. Κορνάρος)
✦ υπολογίζω τη διάμετρο ενός αντικειμένου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.