διαμετακόμιση


διαμετακόμιση
Προφορά

Ετυμολογία
διαμετακόμιση διαμετακομίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαμετακόμιση

✦ μεταφορά εμπορευμάτων από μια χώρα σε άλλη δια μέσου τρίτης χώρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.