διαμετακομιστικός


διαμετακομιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαμετακομιστικός διαμετακομίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαμετακομιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη διαμετακόμιση, που εξυπηρετεί τη διαμετακόμιση
✦ διαμετακομιστικό εμπόριο, η εισαγωγή εμπορευμάτων σε λιμάνια ή άλλα μεγάλα κέντρα με σκοπό όχι την επιτόπου κατανάλωση, αλλά τη βαθμιαία αποστολή τους σε μικρότερες αγορές. Διεθνής όρος: transit.**

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.