διαμαρτυρικό


διαμαρτυρικό
Προφορά

Ετυμολογία
διαμαρτυρικό διαμαρτύρομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το διαμαρτυρικό

✦ επίσημο έγγραφο αναφερόμενο στη μη αποδοχή ή τη μη εμπρόθεσμη εξόφληση γραμματίου ή συναλλαγματικής
✦ πληθ. διαμαρτυρικά, τα έξοδα για τη σύνταξη και κοινοποίηση του διαμαρτυρικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.