διαλυτικός


διαλυτικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαλυτικός αρχαία ελληνική διαλυτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαλυτικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί διάλυση
✦ καταστρεπτικός
✦ (γραμμ.) διαλυτικά, οι δύο στιγμές που χωρίζουν δύο φωνήεντα, ώστε να μην αποτελέσουν δίφθογγο (π.χ. στη λέξη φαΐ)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διαλυτικά (Κ διαλυτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.