διακεκαυμένη


διακεκαυμένη
Προφορά

Ετυμολογία
διακεκαυμένη └θηλ┘ μτχ. παθ. παρκμ. του ρήματος διακαίομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διακεκαυμένη

✦ η μεταξύ των τροπικών κύκλων ζώνη της επιφάνειας της γης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.