διακειμενικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
διακειμενικότητα διά + κείμενο• μετάφραση του └γαλλ┘ όρου intertextualité• λ. που έπλασε η σημειολόγος Kristeva Julia, 1960
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διακειμενικότητα
✦ αντίληψη της σύγχρονης κριτικής της λογοτεχνίας κατά την οποία ορίζονται οι σχέσεις που υφίστανται ανάμεσα στα κείμενα, η ανάλυση και προσέγγιση ενός λογοτεχνικού κειμένου ως ανακατανομή συστατικών από προγενέστερα κείμενα: ο συγγραφέας με την κλασική έννοια έχει πεθάνει και διανύουμε την εποχή της διακειμενικότητας (Νέα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–