διακήρυξη


διακήρυξη
Προφορά

Ετυμολογία
διακήρυξη μεσαιωνική ελληνική διακήρυξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διακήρυξη

✦ έγγραφη ή διά του τύπου ανακοίνωση, γνωστοποίηση
✦ επίσημη δήλωση θεμελιωδών αρχών: διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου
✦ πρακτικό συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών
✦ (διεθν. δίκ.) επίσημη δήλωση κράτους για τη στάση που θα τηρήσει για κάποιο σημαντικό γεγονός ή κατάσταση: με τη διακήρυξη αυτή η κυβέρνηση δεσμεύτηκε στη διεθνή κοινότητα να τηρήσει ουδετερότητα στον πόλεμο των γεινότων μας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.