διαιώνιος


διαιώνιος
Προφορά

Ετυμολογία
διαιώνιος αρχαία ελληνική διαιώνιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαιώνιος -α, -ο

✦ που διαρκεί αιωνίως, αιώνιος: αλλά γι’ αυτούς οπού πιστεύουν στο διαιώνιο δημιουργικό της πνεύμα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.