διαιτητική


διαιτητική
Προφορά

Ετυμολογία
διαιτητική └θηλ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. διαιτητικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαιτητική

✦ το σύνολο των κανόνων υγιεινής που αναφέρονται στον τρόπο διαβιώσεως και ιδ. στη διατροφή των αρρώστων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.