διαιτησία
Προφορά
Ετυμολογία
διαιτησία διαιτητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διαιτησία
✦ η επίλυση διαφοράς από διαιτητή (και όχι από δικαστήριο)
✦ η διαδικασία της επιλύσεως αυτής
✦ η εποπτεία ομαδικής αθλοπαιδιάς για την εφαρμογή των κανονισμών και την κρίση ως προς τον νικητή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–