διαιρετότητα


διαιρετότητα
Προφορά

Ετυμολογία
διαιρετότητα διαιρετός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαιρετότητα

✦ η ιδιότητα του διαιρετού
✦ (ειδ.) η ιδιότητα ακέραιου αριθμού να διαιρείται ακριβώς (χωρίς ν’ αφήνει υπόλοιπο)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.