διαιρέτης


διαιρέτης
Προφορά

Ετυμολογία
διαιρέτης μεταγενέστερη ελληνική διαιρέτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διαιρέτης

✦ ο αριθμός που διαιρεί τον διαιρετέο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.