διαθλώ


διαθλώ
Προφορά

Ετυμολογία
διαθλώ μεταγενέστερη ελληνική διαθλάω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα διαθλώ -άς, -ά

✦ σπάζω
✦ (ειδ.) προκαλώ τη διάθλαση φωτεινής ακτίνας
✦ διαθλώμαι, διασκορπίζομαι σε φωτεινές ακτίνες: όλες οι εικόνες διαθλώνται στο άπειρο (Μελισσάνθη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


One Reply to “διαθλώ”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.