διαθεσιμότητα


διαθεσιμότητα
Προφορά

Ετυμολογία
διαθεσιμότητα διαθέσιμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαθεσιμότητα

✦ η μορφή προσωρινής απομακρύνσεως από την υπηρεσία, δημοσίου υπαλλήλου ή αξιωματικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.