διαθέτω
Προφορά
Ετυμολογία
διαθέτω διέθεσα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού διατίθημι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαθέτω
✦ τοποθετώ πράγματα με ορισμένη τάξη
✦ χρησιμοποιώ
✦ παραχωρώ με διαθήκη
✦ έχω κάτι διαθέσιμο
✦ ξοδεύω
✦ προκαλώ καλή ή κακή διάθεση
Συνώνυμα
κληροδοτώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–