διαθέτρια


διαθέτρια
Προφορά

Ετυμολογία
διαθέτρια αρχαία ελληνική διαθέτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διαθέτρια

✦ θηλ. διαθέτρια (Κ διαθέτις, -ιδος) το πρόσωπο που καθορίζει με διαθήκη την τύχη της περιουσίας του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.